- κράδη
- Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς.
* * *κράδη, ἡ (Α)1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν ᾄδουσιν», Αριστοφ.)2. κλαδί, ιδίως συκιάς («προσπηγνύναι κράδαις ἐριναῑς», Ευρ.)3. η συκιά4. ερυσίβη που μαυρίζει τα κλαδιά τών δένδρων5. σκηνικό μηχάνημα τού αρχαίου θεάτρου με το οποίο εμφανίζονταν οι υποκριτές αιωρούμενοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Δεν είναι σαφές αν το κράδη αποτελεί μεταρρηματικό (αντίστροφο) παρ. τού κραδῶ (Ι) «σείω» ή αν το τελευταίο είναι μετονοματικό παρ. τού κράδη. Αμφότερα συνδέονται πιθ. με το κόρδαξ (είδος άσεμνου χορού) και το λατ. cardo «στρόφιγξ», οπότε θα αναχθούν σε παρεκτεταμένο τ. *kre-d τής ΙΕ ρίζας *(s)ker-/*(s)kre- «πηδώ, στριφογυρίζω», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *κέρδω.ΠΑΡ. αρχ. κράδαλος, κραδαλός, κραδησίτης, κραδίας, κραδώ (ΙΙ).ΣΥΝΘ. αρχ. κραδοπώλης, κραδοφάγος].
Dictionary of Greek. 2013.